- δακτυλογραφικός
- η , ό[ν] машинописный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δακτυλογραφικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δακτυλογραφία* … Dictionary of Greek
δακτυλογραφικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στη δακτυλογραφία: Στο γραφείο χρησιμοποιούμε δακτυλογραφική μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)